τρυγόνιον

τρυγόνιον
τρῡγόνιον , τρυγόνιον
deherb.
neut nom/voc/acc sg
τρυγόνιος
of
masc acc sg
τρυγόνιος
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρυγόνι — (streptopelia turtur). Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, μήκους περίπου 30 εκ. και ανοίγματος πτερύγων περίπου 50 εκ. Τρώει σπόρους, βλαστούς και μικρά ασπόνδυλα και ζει στις νοτιοκεντρικές περιοχές της Ευρώπης και στη δυτική …   Dictionary of Greek

  • τρυγονίου — τρῡγονίου , τρυγόνιον deherb. neut gen sg τρυγόνιος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγονίῳ — τρῡγονίῳ , τρυγόνιον deherb. neut dat sg τρυγόνιος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγόνια — τρῡγόνια , τρυγόνιον deherb. neut nom/voc/acc pl τρυγόνιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”